ἁρματηλάτης — charioteer masc nom sg ἁ̱ρματηλάτης , ἁρματηλατέω go in a chariot imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἁρματηλατέω go in a chariot imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρματηλάτης — ο αυτός που οδηγεί άρμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁρματηλάται — ἁρματηλάτης charioteer masc nom/voc pl ἁρματηλάτᾱͅ , ἁρματηλάτης charioteer masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρματηλατῶν — ἁρματηλάτης charioteer masc gen pl ἁρματηλατέω go in a chariot pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρματηλάταις — ἁρματηλάτης charioteer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρματηλάτην — ἁρματηλάτης charioteer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρματηλάτῃ — ἁρματηλάτης charioteer masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελάσιππος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άρχοντας της Ατλαντίδας, ο οποίος αναφέρεται από τον Πλάτωνα. Ήταν δίδυμος αδελφός του Μήστορα και γιος του Ποσειδώνα και της Κλειτούς, της κόρης του Ευήνορα και της Λευκίππης. 2. Ζωγράφος από την Αίγινα, ο οποίος… … Dictionary of Greek
ἁρματηλάτας — ἁρματηλάτᾱς , ἁρματηλάτης charioteer masc acc pl ἁρματηλάτᾱς , ἁρματηλάτης charioteer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… … Dictionary of Greek